Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ 1960

Φωτογραφία από το www.giapraki.com
Παιδιά των παιδιών της κατοχής εμείς του ’60 Κοζανίτες εκδρομείς, δεν γεννηθήκαμε σε εξειδικευμένες μαιευτικές κλινικές και δεν φορέσαμε ποτέ πάνες μιας χρήσης, μολονότι οι γονείς μας προσπαθούσαν να μας προσφέρουν όλα όσα οι ίδιοι είχαν στερηθεί. Δεν μεγαλώσαμε σε... αφράτους παιδότοπους, αλλά ματώνοντας σε αλάνες και χωματόδρομους, όπως μαρτυρούν τα γνήσια τατουάζ που κουβαλάμε πάνω μας. Κάθε που ξεπερνούσαμε τα εσκαμμένα και μας μάλωνε κάποιος μεγάλος, οι «Τρανοί» μας δεν έσπευδαν να του ζητήσουν εξηγήσεις, αλλά μας ξαναμάλωναν για να «μάθουμε να φερόμαστε... σωστά»! Σχεδόν όλοι περάσαμε ανεμοβλογιά, ιλαρά, μαγουλάδες κ.λπ. και αποκτήσαμε τις ίδιες περίπου καλές και κακές συνήθειες σε μαχαλάδες όπου οι άνθρωποι μιλούσαν ακόμη μεταξύ τους. Έστω και με μια ηχοχρωματικά... αλλιώτικη λαλιά!
Φανάρι τροφίμων
Φωτογραφία από το
www.giapraki.com

Τα σπίτια μας απλά, λιτά, ξεκλείδωτα, διέθεταν μωσαϊκά ή ξύλινα δάπεδα κατάλληλα για συχνές... στρωματσάδες και τον χειμώνα ζεσταινόμασταν με σόμπες που έκαιγαν ξύλα και κάρβουνα. Οι κουζίνες μας φιλοξενούσαν μασίνες πάνω στις οποίες... σβαρνίζονταν νυχθημερόν «γκιουμάκια» για ζεστό νερό χρήσης, ενώ συχνά πυκνά ξεφύτρωναν στο πλάι τους τεντζερέδες για μαγείρεμα, ψωμιά για φρυγάνισμα, κάστανα για ψήσιμο ή και φλούδες εσπεριδοειδών για μοσχοβολιά. Τα τρόφιμα διατηρούνταν αρχικά σε «φανάρια» και στη συνέχεια σε παγωνιέρες με πάγο από το ΨΥ.ΠΑ.ΚΟ., τα δε γάλατα τα μεταφέραμε σε «μπακράτσια». Είχαμε την υπομονή να περιμένουμε να «ωριμάσουν» πλήρως οι τεχνολογίες των ψυγείων, των τηλεφώνων, των τηλεοράσεων και ιδιαίτερα των αυτοκινήτων.

Σκαρφαλώναμε στα δέντρα, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούμε, για να προλαβαίνουμε κάπως... αγουρωπά τα «τζέρτζιλα», τα «γκόρτσα», τα κορόμ(π)ηλα, τα κεράσια, τα «γλύκα», τις «καλίγκες» κ.α. εποχιακά φρούτα της οργής των νοικοκυραίων. Δίχως το παραμικρό ίχνος τροφικής... δυσανεξίας! 
Κρέατα και ψάρια γενικά τα αποφεύγαμε στις καθημερινές, δεδομένου ότι όλοι οι κορυφαίοι κατοικούντες και παρεπιδημούντες διατροφολόγοι της πόλης συνιστούσαν άλλες εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών, όπως φασόλια, φακές, ρεβίθια κ.λπ. Άϊντε και καμιά κεφτέδα ή καμιά σαρδέλα τα Σαββάτα. Από τους πλούσιους υδατάνθρακες προτιμούσαμε τους χειροποίητους και θρεπτικούς τραχανάδες, τα πέτουρα, τις πίτες, τα βιολογικά βαντσιώτ(ι)κα κηπευτικά κ.λπ. Τα κύρια γεύματά μας συμπλήρωναν τα «δειλ(ι)νά» στα όρθια με τις παραδοσιακές «φιλίτσες» από ζυμωτό ψωμί, που τις συνδυάζαμε με τυρί, ελιές, σπιτική μαρμελάδα... και κατά τα τότε νενομισμένα έπρεπε να τρώμε μέχρι και την τελευταία μπουκιά, γιατί ήταν «κρίμα να την πετάξουμε». Πότε πότε τρέχαμε στα περίπτερα της Κουκούλας, του Διαμάντη, του Σαμ, του Καραβά κ.α. για καμιά γκοφρέτα, από κείνες με τις θρυλικές κάρτες ποδοσφαιριστών που κοσμούσαν τα μονίμως ημισυμπληρωμένα... φιλοτελικά μας άλμπουμ.

Αραιά και που, απολαμβάναμε τα παρεΐστικα τσιμπούσια των μεγάλων με τα  γκουρμέ πιάτα του Ζορμπά, του Πλάτανου, της Καλλιθέας, της Αράχνης, του Χατζηδάμου, του Τζήκα στο Χρυσό Πέταλο κ.α. Μέχρι τελικής πτώσης! Κι αν κάποιος αποκαμωμένος … γλάρωνε οι «Τρανοί» του ένωναν δύο καρέκλες για να κοιμηθεί, χωρίς να χαλάει η παρέα «επειδή το παιδί κουράστηκε». Τα… υπογλυκαιμικά μας επεισόδια τα αντιμετωπίζαμε με γλυκά του κουταλιού, «πιτλίδες», ριζόγαλα, αλλά και με τις μπουγάτσες του Θωμά, τα κώκ του Κρίνου, τις πουτίγκες του Βυζαντίου και τους μπαμπάδες του Μανώλη, ενώ στη κορυφή των fast food προτιμήσεών μας βρίσκονταν οι τυρόπιτες του Βαμβακά, τα λουκάνικα του Λάτσκου και του Τσικριτζή, το σάμαλι του Ναούμ και ο χασλαμάς του Ηλία. Χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχές, χωρίς... γλουτένη!

Σχολείο πηγαίναμε και τα Σάββατα. Ολομόναχοι! Η «ράβδος» ως παιδαγωγική μέθοδος ήταν στην ημερήσια διάταξη, δεδομένου ότι η Μοντεσοριανή προσέγγιση δεν ενέπνεε κανέναν, ακόμη και στο ένδοξο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο των Αρρένων! Κάποιοι μαθητές ξαναπήγαιναν στην ίδια τάξη για να μάθουν τα γράμματα καλύτερα ή/και να αναπληρώσουν  τυχόν γνωστικά κενά από συχνές... σμπόμπες. Ενδυματολογικά οι μαθήτριες (ειδικά στο «Θηλλέων») απεχθάνονταν τα σινιέ ρούχα και προτιμούσαν τις «ποδιές», οι οποίες, εκτός των άλλων, ισοπέδωναν τις ανισότητες, κάλυπταν αποτελεσματικά τα «σκονάκια» στα διαγωνίσματα και με μια ζώνη μετατρέπονταν αυτόματα σε… μίνι!

1972.Η... ΜΕΙΚΤΗ ΚΟΣΜΟΥ (του δικού μας)
 για την κατηγορία Κ-13!
Τον ελεύθερο χρόνο μας τον αξιοποιούσαμε πλήρως, ιδρώνοντας κυριολεκτικά τη φανέλα και ανακαλύπτοντας συχνά «το Παν μέσα στο (καν)Τίποτα»! Παίζαμε μπάλα με τις ώρες στις αλάνες του Κανδύλη, στο Περιφραγμένο, στο Πανόραμα κ.α. ανάμεσα σε αυτοσχέδια νοητά δοκάρια από πέτρες, ρούχα η/και τσάντες, αλλά με τους δικούς μας εξαρχής συμφωνημένους κανόνες. Αφού χωριζόμασταν σε ισοδύναμες ομάδες με «ποδαράκια», ξεκαθαρίζαμε για «τέρμα» ή «μπακότερμα» και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων καταργούσαμε τα οφσάιτ και τα κόρνερ (στα τρία κόρνερ ένα πέναλτι). Όχι με χρονόμετρα, ρολόγια κι άλλες αηδίες, αλλά στα 10 γκολ, στα 20, στα 30… μέχρι να νυχτώσει η να αποχωρήσει ο προνομιούχος κάτοχος της μπάλας. Στα διαλείμματα δροσιζόμασταν πίνοντας νερό από το «λάστιχο» σε παρακείμενες υπό ανέγερση οικοδομές ή στις βρύσες του παλιού 6ου Δημοτικού Σχολείου. Για... αποθεραπεία και χαλάρωση υπήρχαν οι μπίλιες (μπαζ), τα καπάκια (με κερί) στο πεζοδρόμιο, τα πατίνια, τα ποδήλατα, το ζιμ, τα γκοργκίλια, τα παμπόρια, οι ψαλίθρες, τα φυσοκάλαμα, οι ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά, το αμερικάνικο κουτί,  το κρυφτό όταν νύχτωνε κ.α. Στο τέλος, κατά τα ειωθότα, τσακωνόμασταν, άλλα το ξεχνούσαμε αμέσως. Για δε την ικανοποίηση της ερευνητικής μας περιέργειας, πάντα βρίσκαμε τρόπους να τρυπώνουμε σε παλιά εγκαταλελειμμένα σπίτια και σε νεοανεγειρόμενες οικοδομές, ψιλο-αδιαφορώντας αν θα βρεθούμε κάτω από ερείπια ή αν θα πάθουμε κάναν τέτανο από καρφιά που πατήσαμε. 

Το σκοντάφταμε, αλλά...
 ξελασπώναμε πιο εύκολα!
Στις χιονισμένες μέρες σχόλης του χειμώνα αποφεύγαμε συστηματικά τις αποδράσεις στα δημοφιλή ευρωπαϊκά σαλέ με τα... «φόβια» snow sport, τα... «νιρομπλιάγκαβα» fondue και τα... ανθυγιεινά strudel, γιατί τότε μύριζε άσχημα η... νεοπλουτίλα. Εναλλακτικά, επιδιδόμασταν σε ακροβατικές «γλίστρες» και δίναμε ομηρικές μάχες στους ακήρυχτους, αλλά συναρπαστικούς χιονο-πολέμους. Δίχως νικητές και ηττημένους, παρά μόνο... «μπουμπουντζένους»! Τις αμέτρητες... δολοφονικές «τσιόμκες» διαδέχονταν οι τεχνικές χαλάρωσης με... σκλεντζαράκι κι εν συνεχεία οι απολαυστικές βουτιές στα τσ(ου)κάλια με τα πολυπόθητα γιαπράκια που προκαλούσαν γευστικά όργια στον ουρανίσκο!

"ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΩΣ" (Φωτό της Τζένης Μπάρμπα από την ομάδα
"Κοζάνη - Μνήμες, αναμνήσεις & εικόνες" στο facebook)
Για τις καθημερινές μας μετακινήσεις κοινή πεποίθηση όλων ήταν ότι το περπάτημα αποτελεί το πιο σίγουρο... βήμα για μια τέλεια σιλουέτα. Τα χιλιόμετρα που έχουμε «γράψει» στη «βόλτα» μυριάδες. Σπάνια παίρναμε το μοναδικό μπλέ αστικό για διαδρομή «εντός πόλεως», με τον εισπράκτορα δίπλα στην πίσω πόρτα στριμωγμένο, αγκαλιά με το μικρόφωνο και την κερματοθήκη. Στάση… πλατεία, σιταροπάζαρο, εκκλησάκι κ.λπ. Οι πολύ τυχεροί έβρισκαν κενή θέση μπροστά, δίπλα στη μηχανή. Αξέχαστη εμπειρία! Ακόμη πιο σπάνια, χρησιμοποιούσαμε τα γκρίζα τεράστια ταξί, που έκαναν πιάτσα στην πλατεία.
Τ' Ντούρβα τ΄αμόνι, άραγε; Φωτό από www.lifo.gr
Για να προσεγγίζουμε την «ενδυματολογική αδιαφορία», που ήταν το απόλυτο trend στα παιδικά στυλ της εποχής, οι μανάδες μας μεταποιούσαν τα παράταιρα και πολυφορεμένα ρούχα των μεγαλυτέρων με όρους υψηλής ραπτικής. Παπούτσια, συνήθως, αγοράζαμε το Πάσχα  από τον  Πάπιστα, αλλά το μόνιμο πρόβλημα ήταν ότι τα χρησιμοποιούσαμε και ως… «ποδοσφαιρικά». Για τις σχετικές διορθώσεις φρόντιζαν οι τσαγκάρηδες, όπως ο συγχωρεμένος θείος μου, ο Λίας, σε μια φιλόξενη καμαρούλα στ’ Αλώνια, με διάχυτη τη μυρουδιά της δερματόκολλας και τα περίεργα καλαπόδια. Γενικά, ράφτες & μοδίστρες, κουρείς & κομμώτριες, σαμαρτζήδες & πεταλωτήδες, μαραγκοί & καρεκλάδες, σιδεράδες & κωδωνάδες, οι γανωτζήδες, οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι έμποροι, οι τελευταίοι «νταμπάκηδες» και καροποιοί, δούλευαν ακατάπαυστα κόντρα στο φόβο της τότε εποχής και συνιστούσαν αυτό που λέμε σήμερα μοχλό ανάπτυξης, δηλαδή την επιχειρηματικότητα!
Πληροφορίες για τις τρέχουσες προβολές. Στο βάθος
διακρίνεται το Ολύμπιον.
(Φωτό του Ν. Κουτούλα από την ομάδα "Κοζάνη
- Μνήμες, αναμνήσεις & εικόνες" στο facebook) 
Από τις επτά τέχνες λατρεύαμε την έβδομη. Τοπικοί «ναοί» της σπουδαίας περιόδου του ελληνικού και όχι μόνο, κινηματογράφου ήταν το Άστρο, το Ηρώ, το Τιτάνια (πριν εξειδικευτεί στα «καουμπόικα»), το Ολύμπιο με τη μαϊμού στην είσοδο, δίπλα στο θερινό Rex και μετέπειτα ο Φίλιππος. Πάντα παρέα με σινεφίλ φίλους, με τους οποίους τα μοιραζόμασταν όλα: Πασατέμπο, φούσκες, πορτοκαλάδες, γκαζόζες ή ταμ-ταμ και φυσικά τα αστείρευτα «κασμέρια» (no trolling), που διακωμωδούσαν όλα μας τα «ταντσταρλίκια». Οι όποιες τυχόν διαφωνίες προέκυπταν σχετικά με την επιλογή ταινιών, συνήθως, τελείωναν με «κορώνα-γράμματα».
Φωτογραφία του Κώστα Τσιώρα
Της Κυριακής τα πρωινά, παρότι τα κοκόρια λαλούσαν γλυκύτερα, δεν μας έβρισκαν ποτέ στα κρεβάτια. Μετά τον εκκλησιασμό είχαμε προσκοπικές συγκεντρώσεις, βόλτες και κάχα-μπάχα. Μεσημέρι και κάτι, μετά την παραλαβή του ψητού από το φούρνο, ακολουθούσε το οικογενειακό γεύμα. Με τη μπουκιά στο στόμα και λαχτάρα κατηφορίζαμε, στη συνέχεια, για το γήπεδο ή ακούγαμε στο ραδιόφωνο τους μεγάλους ποδοσφαιρικούς αγώνες από τον Γεωργίου και τον Λογοθέτη, με τα δελτία του ΠΡΟΠΟ στα χέρια. Αργότερα, με την έλευση της τηλεόρασης, βλέπαμε και τα στιγμιότυπα των αγώνων με τον Διακογιάννη και τον Φουντουκίδη (Αθλητική Κυριακή).

Στις ονομαστικές γιορτές (γιορτάσια) των μελών της οικογένειας, αφού μπανιαριζόμασταν με πράσινο «τσουχτερό» σαπούνι (ακόμη κι αν δεν ήταν Σάββατο!), φορούσαμε υποχρεωτικά τα «καλά» μας για να υποδεχτούμε συγγενείς και φίλους. Μόνο τότε άνοιγαν επί τέλους τα ερμητικά κλειστά σαλόνια των σπιτιών και αφαιρούνταν τα προστατευτικά καλύμματα από καναπέδες και μπουφέδες. Τα «καλά» χαλιά, τα σεμεδάκια, τα καρεδάκια, τα σερβίτσια όλα στην... τρίχα! Έτοιμοι προς... επιθεώρησιν! Οι οικοδέσποινες έβγαζαν τις ποδιές κι έτρεχαν σαν παλαβές. Τι να πρωτοπρολάβουν; Να καλωσορίσουν τους καλεσμένους, που κατέφθαναν με τα... ασκόπως περιφερόμενα «γυαλιά» παραμάσχαλα; Να προετοιμάσουν τα χειροποίητα κεράσματα ή να συντονίσουν τις νεαρές κεράστρες με τα φοντάν(ια), τα λικέρ(ια), τα κρασιά, τα «πιάτα» με τους μεζέδες; Κανονικό... τελετουργικό! Και μετά ατέλειωτες συζητήσεις. Πολιτικά, οικονομικά και ποδόσφαιρο οι άντρες. Σπίτι, φαγητό, ρούχα και κυρίως... παιδιά οι γυναίκες. Μέχρι το τελικό... λυτρωτικό γλυκό! Στο πιάτο η στο... «χαρτί»!
Φωτογραφία του Αργύρη Καλιανιώτη
Αποκριές, Πάσχα, 15Αύγουστος, Νιαημερος κι άλλες χρονιάρες μέρες ήταν παραδοσιακά πανηγυρικές. Αυθεντικές μαζικές εκδηλώσεις χαράς και γλεντιού με όργανα, μικροπωλητές κ.λπ. Πρώτοι απ’ όλους τρυπώναμε, για να απολαύσουμε την πρόσκαιρη μαγική ατμόσφαιρα του κεφιού, πάνω από την οποία πλανιόταν η μυρωδιά της τσίκνας από τα γνήσια κρέατα και της καμένης ζάχαρης απ' «τσ' μπάμπους του μαλλί». Ανεξαρτήτως καιρού και μελωδικών δυνατοτήτων, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά από όρθρου βαθέως ψέλναμε χωρίς ανάσα τα κόλιαντα και τα σούρβα μ' έναν τσιόκο στο χέρι κι έναν τρουβά στον ώμο, μέχρις ότου αρχίσουμε να συντάσσουμε... προϋπολογισμούς - απολογισμούς (διά δραχμών βεβαίως-βεβαίως).
1976. Κατασκήνωση στο Φτελιό
Φωτογραφία του Νέστορα Κολοβού
Τα καλοκαίρια, εκτός από το Κουρί και τις κατασκηνώσεις πηγαίναμε κάπου κάπου για μπάνιο με τα πανάρχαια... βραστερά πούλμαν του ΚΤΕΛ στις κοντινές παραλίες της Λεπτοκαρυάς, της Κατερίνης, του Λιτόχωρου. Άϊντε και στον Πλαταμώνα. Οι κολυμβητικές μας ικανότητες δεδομένες από την άρτια προετοιμασία στα... καταπράσινα νερά της πισίνας του Ίσβουρου. Αξέχαστα θα μείνουν τα κρυφά γέλια με… υπονοούμενα για κάποιους που, αδιάφορα δήθεν, υποκαθιστούσαν τα αποδυτήρια με πετσέτα, για να βγάλουν το μαγιό τους μακριά από… αδιάκριτα βλέμματα! Όχι πάντα με… επιτυχία. Νερό, κεφτέδες, κιχιά κ.λπ. ήταν σε θερμοκρασίες… φούρνου. Τα μόνα που τρώγονταν ήταν οι «Βελβενοί» γιαρμάδες, που σε κάθε δαγκωνιά «έτρεχαν» τα ζ(ου)μιά στα «κατσαούλια». Κάποιες φορές το «σεργιάνι μας στον κόσμο» έφτανε ίσαμε τη «Διεθνή Έκθεση» της Θεσσαλονίκης!
Ήμασταν όλοι εκεί, χωμένοι στο δικό μας... Casa de Papel! Ναι στου Μίμη του Σιαμέτη (όχι του αείμνηστου φωτογράφου). Στο «μαγικό» κατάστημα λαθρανάγνωσης, αγοράς ή ανταλλαγής μεταχειρισμένων παιδικών αναγνωσμάτων και όχι μόνο. Δεν περιγράφεται με λόγια η γοητεία που ασκούσε πάνω μας το χαρτί, το παλιό χαρτί που είχε χάσει την υγρασία του. Το χρώμα, η μυρουδιά και η αφή που νιώθαμε όταν αγγίζαμε τις σελίδες των περιοδικών της εποχής. «Μικρός Ήρωας», «Μικρός Σερίφης», «Μικρός Κάου Μπόυ, «Κλασσικά Εικονογραφημένα» κ.λπ. με το Γιώργο Θαλάσση, το Σπίθα, την Κατερίνα, τον Τζωρτζ Άνταμς, τον Πεπίτο Γκοντζάλες, την Ντιάνα, τον Πελεγκρίνο κ.λπ. Υψηλή... διανόηση! Παντού βεβαίως οι καλοί ήταν Έλληνες, δεν το συζητούμε αυτό! Αλλά και Μπλέκ, Ζαγκόρ, Όμπραξ. Κουλτούρα μιας άλλης εποχής που... συμπλήρωνε τον Ιούλιο Βερν, τον Καρκαβίτσα κ.α. ...εξωσχολικούς «Συμβούλους των Νέων».
Παίξαμε, μαλώσαμε, αλητέψαμε, ωριμάσαμε...
 ακούγοντας, πλειστάκις, το πρελούδιο...
«Προχώρα και θα τα πούμε στο σπίτι!»

Παρότι, αφενός δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε νέους κάτω των 18 ετών και αφετέρου δεν είχαν την καλύτερη… φήμη, τα αποκαλούμενα και «σφαιριστήρια» του Γιάννη και του Βαγγέλη γνώρισαν μεγάλες πιένες. Πού να βρεις ελεύθερο μπιλιάρδο; Σε όλα είχε αγώνες στα δύο, στα τρία, στα τέσσερα κορδόνια «εχθρικό», «φιλικό», «στα ίσια» ή με «αβάντσο», μονομαχίες ή  ζευγάρια  με ασπρισμένα χέρια από το ταλκ και γαλάζιους λεκέδες από το φάλτσο να συζητούν για «φέρσιμο», «σερί» κ.λπ. Κάποιες φορές έπεφτε… σύρμα και τα μαγαζιά άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού, με τις στέκες παρατημένες όπου να’ ναι, τα μπαλάκια στην… τριάδα και μόνο η μουσική στο τζουγκ μποξ να συνέχιζε απτόητη, μέχρι να τελειώσει το σουξέ της «πλάκας»!

ΞΕΝΙΑ. Φωτογραφία του Δημ. Ντερελή
Κινητά και facebook δεν είχαμε, αλλά  όταν βγαίναμε «έξω» δεν χανόμασταν ποτέ, γιατί είχαμε στέκια και συνέπεια. Εγγλέζοι στα ραντεβού μας στο Καμπαναριό, στην Blue Gardenia, στο Elysee, στο El Greco, στα Μπιλιάρδα, στην Πουλίτσα, στο Γήπεδο, στο Ξενία, στο Σταθμό κ.α. Για τις ιδιαίτερες τηλεφωνικές μας συνομιλίες, μακριά από αδιάκριτα αυτιά, προτιμούσαμε κάποιο τηλεφωνικό θάλαμο του ΟΤΕ ή περίπτερο. Κι αν η γραμμή είχε παράσιτα, παίρναμε το μηδέν μπας και… καθαρίσει. Σε κάθε περίπτωση, τηρώντας πιστά τις αρχές του «Savoir Vivre», αφού δεν ήξερες ποιος θα πρωτοαπαντήσει.
Φωτογραφία του Θ. Διδίλη
Τρανέψαμε με τη μόνιμη επωδό:
 "Πρόσεχε τι θα πει ο κόσμος".
Και τελικά δεν είπε... ΤΙΠΟΤΑ!
ΒΑΛΤΑΔΩΡΕΙΟ 1978
(Φωτό Δημ. Ντερελής)

Μεγαλώνοντας ξεκίνησαν, σιγά σιγά, τα πάρτυ και οι ντισκοτέκ (Tiffany's, Lajones, Adonis κ.α.) με αποκαρδιωτικές αναλογίες συμμετοχής αγοριών/κοριτσιών (10/1!). Εμείς όμως… εκεί! Γίναμε... «μεγάλοι», «μοντέρνοι», φορώντας τζιν καμπάνα, ακούγοντας ροκ από «45αρια» και κασέτες, πίνοντας… βερμούτ με ξηρούς καρπούς και χορεύοντας σέικ και μπλουζ. Με καλυμμένα, πάντοτε, τα φώτα από χρωματιστά μαντήλια για... «ατμόσφαιρα». Στην καλή ξένη μουσική, που ακολουθούσε τις τάσεις της δημιουργίας και όχι της αγοράς, μας είχε μυήσει ο θρυλικός παραγωγός του ραδιοφώνου Γιάννης Πετρίδης με την εκπομπή «από τις 4 στις 5». Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, άξιζε να ζήσουμε τη λαμπρότερη μουσική περίοδο τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας, παράλληλα με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.

Καλά λένε ότι η μόνη πραγματική πατρίδα είναι τα χρόνια μας τα παιδικά. Τα γλυκοθύμητα χρόνια που ολάκερος ο κόσμος φάνταζε μια μεγάλη αγκαλιά κι όλα μας φαίνονταν καινούργια. Παιδικά χρόνια μακρινά, λιγότερο πολύπλοκα, λιγότερο καχύποπτα, που θα βρίσκονται για πάντα μέσα μας μαζί μ' εκείνη τη ρημάδα γενέθλια γη, που τότε μας ήθελε πολύ. Παιδικά χρόνια απελευθερωτικής ζωντάνιας, ανεξήγητα γοητευτικά, τα οποία φώτισαν τη σκέψη μας, γύμνασαν την ψυχή μας και εν τέλει μας επηρέασαν καθοριστικά, χαρίζοντας απλόχερα πολλά στη γενιά μας. Στη γενιά που πρόλαβε να βιώσει την αληθινή παιδική ηλικία γελώντας πιο εύκολα και πιο πολύ, πρόλαβε να χειραφετηθεί μέσα στον ανατρεπτικό ρομαντισμό των "long sixties" και ωριμάζοντας κατάφερε να αναδείξει μερικούς από τους αξιολογότερους συμπατριώτες μας. Σίγουρα, δεν ξεπηδήσαμε μέσα από τις... σελίδες των παλιών αναγνωστικών, ούτε ήμασταν τα παιδιά-θαύματα κάποιου εξωραϊσμένου παρελθόντος. Μεγαλώσαμε αυθεντικά, ανθρώπινα, σαν ελεύθερα φυσιολογικά παιδιά με τις χαρές και τις λύπες μας σε μια εποχή δύσκολη, αυστηρή, που δεν γινόταν εύκολα αποδεκτή κάθε ανώριμη ή αποκλίνουσα συμπεριφορά. Είχαμε μάθει, όμως, από τα μικράτα μας να χτυπάμε, να πέφτουμε και να ξανασηκωνόμαστε. Επιζήσαμε (δυστυχώς, όχι ο Πάϊκος, ο Νίκος, ο Μήλιος κι ο Αλέκος πρόσφατα) ...και θα εξακολουθούμε να ζούμε, κόντρα στους κλέφτες των παιδικών μας ονείρων!

Η... εκδρομή συνεχίζεται...

3 σχόλια :

  1. Να 'σαι καλά φίλε μου Πάνο,
    Μου έφερες στο νου, άπειρες αναμνήσεις με τη μοναδική σου περιγραφή. Σκάλισες μνήμες, γύρισες το χρόνο πίσω, με ξανάκανες παιδί...
    Το παιδί που μαζί με σένα, έζησε όλα αυτά τα μοναδικά που ένα-ένα και όλα μαζί συνθέτουν το τότε, που εσύ το ‘κανες… τώρα!...
    Να ‘σαι καλά φίλε μου Πάνο …
    Εκτός απ’ όλα αυτά τα… γενικά, μου ξανάφερες στη μνήμη τα πολύ δικά μας:
    Τα χρόνια…
    … που περάσαμε στο Βαλταδώρειο στο δεύτερο όροφο, στη δεξιά πτέρυγα δίπλα στα παράθυρα προς τη Μπούσιου (έπρεπε να διαβάσω το υπέροχο αναδρομικό σου για να τη μάθω, μιας και μέχρι πριν λίγο την ήξερα –την οδό- σαν «απ’ ‘ν Ένωσ’(ι) ιφθεία πάν’»), με την υπέροχη… θέα (ο νοών νοείτω)…
    …που τρίβαμε το κρεμμύδι στη καρέκλα της έδρας, για να γλυτώσουμε μάθημα, μιας και η καθηγήτρια… μοσχοβολούσε μοσχοσάπουνο (η ‘αθεόφοβη’) κάθε μέρα, (αν είναι δυνατόν!!!...) και δεν άντεχε τα… δισουλφίδια και τρισουλφίδια (κλεμμένη απ’ το Google η… λεπτομέρεια) να μπει στη τάξη!!!
    Τα βραδάκια που…
    … ανηφορίζαμε «λίγου παραπάν’ απ’ του Ολύμπιου», (Δημοκρατίας, κοίτα που κι αυτός ο δρόμος έχει όνομα… κοίτα κάτι πράμματα) για να πάμε στο φροντιστήριο, που είχαμε τη τιμή να ‘μαστε και οι πρώτοι… εγγεγραμμένοι, λόγω… γνωριμίας, για αυτό και είχαμε και λίγη παραπάνω… μαγκιά, μεταξύ των υπολοίπων… θνητών, εμείς οι… παλιοί!
    …κατηφορίζαμε, μετά το μάθημα (πλάκα στη πλάκα όχι μόνο προσέχαμε, αλλά… διαβάζαμε κι όλας…) για την ‘υποχρεωτική’ παρουσία μας στον “Γιάννη” το… ναό των μπιλιαρδάδικων, που έπρεπε να γίνεις (ή στη καλύτερη, να φαίνεσαι… τρανός, για να μπεις…), για το καθιερωμένη ‘τετράδα’: , η αχώριστη!! Και αν είχε κάνει το λάθος να… ‘δώσει’ σε άλλους το μπροστινό μπιλιάρδο, το… καλό, συγκρατούσαμε τα… δικαιολογημένα νεύρα μας και κάναμε Ιώβεια… υπομονή, να ‘αδειάσει’!!... Ο χρόνος φυσικά της αναμονής, δεν πήγαινε χαμένος μιας κι έπρεπε να καπαρώσουμε τις αγαπημένες μας… στέκες… και κάποτε ξεκινούσαν τα… σερί… 5, 10, 20, …60!!! Α! τον… ϟ¤¥☢ϟ⌛☁☠❄♨ϟ πως το κάνει;… τι ‘φάλτσα’ βάζει;… Οι χαμένοι φυσικά πλήρωναν την… ώρα και το καθιερωμένο ποδοσφαιράκι, για να… χαλαρώσουμε! (Φαρμάκι το ‘πέναλτί’ σου που πάσχιζα να αποκρούσω και το αριστερό μπακ του Μήλιου, ο Κώστας ακόμα το θυμάται, πιστεύω…)
    Τη κατασκήνωση που…
    …πήγαμε πρώτη σειρά στο Φτελιό, εκεί πάνω στην πλαγιά, μέσα στο λιοπύρι μέσα τις στρατιωτικές σκηνές, να προσπαθούμε να κοιμηθούμε το μεσημέρι παρέα με τ’ αμέτρητα τζιτζίκια… και το βράδυ να χορεύουμε με συνοδεία το A. I. E. (A Mwana) των Black Blood (κι όχι μόνο), με τους φακούς να κρέμονται στο σύρμα του ορθοστάτη, σαν αυτοσχέδια φωτορυθμικά…
    … στην αποχαιρετιστήρια βραδιά, κρατούσαμε εμείς οι… μεγάλοι, τα αναμμένα γράμματα μέσα στη θάλασσα … για να μπορούν να απολαύσουν το θέαμα οι… μικρότεροι απ’ έξω απ’ τη παραλία…
    Και τόσα άλλα…
    Μέχρι που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έγινε το όνειρό μας πραγματικότητα: γίναμε… μεγάλοι και… χαθήκαμε! Στην καθημερινότητα, στις ευθύνες, στον αγώνα για τον επιούσιο, ο καθένας με τον τρόπο του!!! Αλλά ποτέ ξανά, δεν ήταν (και ούτε θα είναι) όπως τότε…
    Να 'σαι καλά φίλε μου Πάνο, γιατί έτσι σε γνώρισα κι έτσι σε φώναζα για χρόνια!!!
    Να 'σαι καλά, για όλα αυτά που μου θύμησες, μέσα από λίγες γραμμές…
    Σ’ ευχαριστώ..
    Υ.Γ. Συγγνώμη για τη μακρηγορία, ήταν τα… λιγότερα που μπορούσα να γράψω…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. H ματιά στα παιδικάτα μας εμπλουτίζεται κατά καιρούς με κάποιες επί πλέον θύμησες. Όχι για ν' αντικατασταθούν τα ψαλιδισμένα μας όνειρά με αναμνήσεις, αλλά για να δρασκελίζουν οι μνήμες σε 'κείνα τα μονοπάτια του χρόνου που οδηγούν στα χνάρια της αυτογνωσίας μας.
    Για να μαθαίνουν οι νεαρότεροι φίλοι μας, ν' αδουκιούνται τα... παλιουντούφεκα, κι όλοι μαζί ν' αντλούμε καμιά σταλιά κουράγιο για τη συνέχεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή